- κατασκοπαῖς
- κατασκοπήviewing closelyfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκοπή — κατασκοπή, ἡ (Α) 1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση 2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους 3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek